Βακτηριακό κάψιμο μηλοειδών

Erwinia amylovora

Είδος
Βακτήριο

Περιγραφή
H ασθένεια «βακτηριακό κάψιμο» είναι ένα από τα σοβαρότερα και με μεγάλη οικονομική σημασία πρόβλημα για τα μηλοειδή. Οι ζημιές που προκαλούνται δεν αφορούν μόνο στη μείωση ή εκμηδένιση της παραγωγής αλλά κυρίως στην καταστροφή των δέντρων μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Η ασθένεια για πρώτη φορά αναφέρθηκε στην Β.Αμερική από το 1780. Στη χώρα μας για πρώτη φορά εμφανίστηκε το 1984 σε αχλαδιές της ποικιλίας Passe Crassane στην περιοχή Αρκαδίας. Από τότε η ασθένεια ενδημεί σε όλη τη χώρα και έχει προκαλέσει πολύ μεγάλες ζημιές.

Βλάβη
Όλα τα μέρη του φυτού μπορούν να προσβληθούν από την αρρώστια: άνθη, φύλλα, καρποί, βλαστοί, κλαδιά, κορμοί ή το υποκείμενο. Το πλέον χαρακτηριστικό σύμπτωμα είναι το μαύρισμα των ταξιανθιών, των φύλλων και των βλαστών που μοιάζουν σαν καψαλισμένα από φωτιά και έτσι δικαιολογούν την κοινή ονομασία της ασθένειας «κάψιμο». Σε έντονη προσβολή ολόκληρο το δέντρο φαίνεται σαν καμμένο. Οι μολύνσεις ξεκινούν συνήθως από τα άνθη την άνοιξη, τα οποία στην αρχή εμφανίζονται σαν διαβρεγμένα και παίρνουν ένα βαθύ πράσινο χρώμα. Πολύ σύντομα μαραίνονται παίρνοντας ένα καστανόμαυρο χρώμα, συρρικνούνται και ξηραίνονται. Η προσβολή εξαπλώνεται γρήγορα σε ολόκληρη την ταξιανθία, τα φύλλα και τους παρακείμενους καρπούς. Κάποιες φορές οι μολύνσεις είναι δυνατό να ξεκινήσουν από τους τρυφερούς βλαστούς, οι οποίοι μαραίνονται στην κορυφή, κάμπτονται (μοιάζουν με μαγκούρα) και εμφανίζουν παρόμοια συμπτώματα με τα φύλλα και τα άνθη (στην αρχή σαν βρεγμένοι και αργότερα ξηραίνονται). Από τους βλαστούς η ασθένεια επεκτείνεται σε κλάδους και βραχίονες ή ακόμη και στον κορμό όπου σχηματίζει εκτεταμένα έλκη. Εσωτερικά, οι ιστοί κάτω από το έλκος παρουσιάζουν ένα χαρακτηριστικό καστανοκόκκινο μεταχρωματισμό. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού η επέκταση των ελκών είναι πολύ γρήγορη, επεκτείνονται στον κορμό και τους μεγάλους βραχίονες, με αποτέλεσμα να προκληθεί ξήρανση ολόκληρου του δέντρου ακόμα και σε μια βλαστική περίοδο. Το φθινόπωρο η εξέλιξη των ελκών συνήθως αναστέλλεται. Σε ευαίσθητες ποικιλίες πολλά από αυτά τα έλκη παραμένουν ενεργά όλο το χρόνο και αποτελούν τις πρωταρχικές πηγές μολύσματος για την επόμενη βλαστική περίοδο. Κάτω από ευνοϊκές συνθήκες (υγρός και ζεστός καιρός) στην επιφάνεια των προσβεβλημένων βλαστών βγαίνει το χαρακτηριστικό βακτηριακό έκκριμα (βακτηριακή εξίδρωση) με τη μορφή σταγόνων. Οι καρποί μπορεί να προσβληθούν μέσω των φακιδίων, των πληγών ή από μολυσμένο ανθοφόρο βλαστό. Οι μικροί καρποί που προσβάλλονται μέσω προσβεβλημένου ανθοφόρου βλαστού, μαυρίζουν ολόκληροι, ξηραίνονται και «μουμιοποιούνται». Οι προσβεβλημένες μέσω των φακιδίων ή πληγών περιοχές, στην αρχή εμφανίζονται πρασινοκίτρινες, διαβρεγμένες και στη συνέχεια γίνονται καστανές-μαύρες. Οι περιοχές αυτές σχηματίζουν εκτεταμένες κηλίδες οι οποίες επεκτείνονται και καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της επιφάνειας του καρπού, όπου συνήθως εμφανίζεται βακτηριακό έκκριμα. Η προσβολή του υποκειμένου γίνεται μέσω παραφυάδων, μέσω πληγών ή με διασυστηματική κίνηση του βακτηρίου, μέσω των αγγείων του ξύλου του εμβολίου το οποίο πολλές φορές δεν παρουσιάζει συμπτώματα. Οι προσβολές αυτές θεωρούνται πολύ σοβαρές διότι οδηγούν στην ξήρανση ολόκληρων δέντρων ποικιλιών που μπορεί να είναι ανεκτικές ή και ανθεκτικές. Το κύριο σύμπτωμα είναι η δημιουργία έλκους το οποίο περιβάλλει τον βλαστό και οδηγεί στην ξήρανση ολόκληρου του φυτού. Οι ιστοί παρουσιάζουν τον χαρακτηριστικό καστανοκόκκινο μεταχρωματισμό

Αιτία
Το 1880, δηλαδή 100 χρόνια μετά την πρώτη περιγραφή της ασθένειας στις ΗΠΑ βρέθηκε ότι το αίτιο της ασθένειας είναι ένα βακτήριο, το οποίο σήμερα ονομάζεται Erwinia amylovora. Το παθογόνο, εκτός από τα μηλοειδή προσβάλλει πάρα πολλά ακόμη φυτά, κυρίως την οικογένεια Rosaceae (Γκορτσιά, Κυδωνίαστρο, Πυράκανθος, Αγριομηλιά κ.α.). Το βακτήριο μπορεί να επιβιώσει σε μικρούς πληθυσμούς μέσα στα αγγεία του ξύλου προσβεβλημένων βλαστών (ενδοφυτικά) και από τον πληθυσμό αυτό είναι δυνατό να εκδηλωθεί επιδημία. Επίσης έχει βρεθεί ότι μπορεί να επιβιώσει μεταξύ των λεπιών των οφθαλμών, στα φακίδια ή και επιφυτικά. Την άνοιξη με υγρό καιρό, βγαίνει από τα έλκη το βακτηριακό έκκριμα με τη μορφή παχύρρευστων σταγόνων. Τα βακτήρια αυτά μεταφέρονται στους ευπαθείς ιστούς (άνθη, βλαστοί) με τη βροχή, τον αέρα, τα έντομα, τα πουλιά και τον άνθρωπο (εργαλεία,ρούχα, υλικά συσκευασίας) προκαλώντας ασθένεια. Τα σχηματιζόμενα νέα μολύσματα, ιδιαίτερα στα άνθη, διασπείρονται κυρίως με τα έντομα επικονιάσεως και τη βροχή, προκαλώντας τις δευτερογενείς μολύνσεις αργά την άνοιξη και το καλοκαίρι. Οι συνθήκες που προκαλούν την ασθένεια είναι βροχερός ή υγρός καιρός με θερμοκρασία 18-25°C κατά τη διάρκεια της άνθησης. Επίσης, η χαλαζόπτωση σε συνδυασμό με κατάλληλη θερμοκρασία ευνοεί πάρα πολύ την εκδήλωση της ασθένειας. Η μετάδοση της ασθένειας από χώρα σε χώρα γίνεται κυρίως με μολυσμένο πολλαπλασιαστικό υλικό (υποκείμενα ή εμβόλια), με τα πουλιά και με μολυσμένα υλικά συσκευασίας.